ΔΙΑΒΑΤΙΡΙΟ

διαβατηριο 193οταν οι παππουδες μας εφευγαν Σουδαν ,για να ανοιξουν νεους οριζοντες! το συγκεκριμενο ανηκει στο παππου μου Ηρακλη Ανδριωτη -Φραγγο συλλογη ν αντωνακα

ΣΟΥΔΑΝ ΓΙΑ ΚΑΛΗΤΕΡΕΣ ΜΕΡΕΣ

ΣΟΥΔΑΝ ΓΙΑ ΚΑΛΗΤΕΡΕΣ ΜΕΡΕΣ
ΣΟΥΔΑΝ ΓΙΑ ΚΑΛΗΤΕΡΕΣ ΜΕΡΕΣ

ΓΛΑΡΟΙ

ΓΛΑΡΟΙ
ΤΑ ΦΥΛΑΡΑΚΙΑ ΜΟΥ, ΟΙ ΕΝΟΙΚΟΙ ΜΟΥ!!!

γλαρονι

Γλαρόνι μου κάτσε εδώ να σε πληροφορήσω ξανά από τον τόπο μου δεν πρόκειται να φύγω Μαζί θα τα περνάμε πια χειμώνες καλοκαίρια μαζί θα κουβεντιάζουμε με ζέστες μ αγριοκαίρια Εσύ βουτάς στη θάλασσα κι εγώ θα σε προσμένω θα είσαι το "δελφινάκι" μου Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΥ αφού δεν θα το βλέπω Οι δυό μας θα μιλάμε πια για τα καμώματα του για όλες του της σκανταλιές τα....κατορθώματα του Σου είπα από πέρσυ θέλω να με προσμένεις κι εσύ εδώ ευρίσκεσαι λες και καταλαβαίνεις!!!!!! ΡΗΝΟΥΛΑ

regina

regina
regina

ΚΑΠΟΤΕ.........

Κάποτε ήμουνα παιδί και σε αγάπησα πολύ Μα έγινε η αγάπη μου κλωνάρια μαδημένα Σπασμένα τριαντάφυλλα στο χώμα πεταμένα Το περιβόλι της καρδιάς το ‘καψες όπως ο βοριάς τα όνειρα μου πέσανε βαριά τραυματισμένα Σπασμένα τριαντάφυλλα στο χώμα πεταμένα Οι αναμνήσεις στο μυαλό χορό αρχίσανε τρελό τα περασμένα μου ‘πανε πως είναι πια για μένα Σπασμένα τριαντάφυλλα στο χώμα πεταμένα
Άστρα μη με μαλώνετε που τραγουδώ τη νύχτα Ω, γιατί `χα πόνο στην καρδιά και βγήκα και τον είπα Άστρα μη με μαλώνετε που τραγουδώ τη νύχτα Στ’ άστρα θα πω τον πόνο μου απού δεν τον μαρτυρούνε Ω, απού `χουνε κι υπομονή αχ ή, πώς με κατάντησες απού `χουνε κι υπομονή ώρες με τσ’ ώρες και γροικούνε Στ’ άστρα θα πω τον πόνο μου απού δεν τον μαρτυρούνε Δεν έτυχε φεγγάρι μου να `ρθεις στο χάλι απού `μαι Ω, κι έχεις το δίκιο να ρωτάς αχ ή, πώς εκατάντησα έχεις το δίκιο να ρωτάς γιάηντα στεναχωρούμαι Δεν έτυχε φεγγάρι μου να `ρθεις στο χάλι απού `μαι

clock-desktop.com

Τρίτη 14 Ιουνίου 2016


 
 



ξεφυλλίζω το album των παιδικών μου χρόνων.
Πρώτη σελίδα, «καλοκαίρι δεκαετίας εβδομήντα στο χωριό», γράφει η «λεζάντα». Εγώ, πιτσιρίκα με λευκό βαμβακερό βρακί, πασαλειμμένο μούτρο από παγωτό σοκολάτα, απόχρωση Ρομά στο δέρμα, τεράστιο, αληθινό, χαμόγελο στα χείλη. Δίπλα μου, η κολλητή των παιδικών μου αναμνήσεων, η Βασιλικούλα ‒ Κούλα εν ονόματι των θερινών διακοπών.

Δεύτερη σελίδα, στο μποστάνι της γιαγιάς ‒με το ίδιο βαμβακερό βρακί‒ να μαζεύουμε ντομάτες. Στο ένα χέρι μια φέτα ψωμί με λάδι, ρίγανη και αλάτι, στο άλλο ένα δαγκωμένο ροδάκινο που στάζει καλοκαίρι πάνω στο γυμνό μου κορμί.

Τρίτη σελίδα, η «παλιοπαρέα» του χωριού στη θάλασσα, σε λατρεμένη πόζα, με λάφυρα-τσούχτρες στα χέρια και ψάρια στα κουβαδάκια.
 
 
Τέταρτη σελίδα, ξαπλωμένη σε αυτοσχέδια αιώρα, πάλι μ’ εκείνο το βαμβακερό βρακί, παρέα με την Κούλα να χαζεύουμε τα άστρα και να στοιχηματίζουμε πως «μέχρι εκεί πάνω θα φτάσουμε μια μέρα».
Η δεκαετία αλλάζει στις επόμενες σελίδες και μαζί της χάνεται το λευκό βαμβακερό βρακί, το μποστάνι της γιαγιάς, το κυνήγι της τσούχτρας, τα πασαλειμμένα μουτράκια και η φίλη Κούλα.

 Η λεζάντα τώρα γράφει «Δεκαετία ’80 στο Skiathos Palace». Φοράω ροζ ολόσωμο μαγιό με φούξια καρδούλες, μία κατακόκκινη ψάθινη καπελαδούρα, είμαι ξαπλωμένη σε chaise longue και τρώω παγωτό με κουταλάκι

μέσα από κρυστάλλινο μπολ. Έχω πισίνα να βουτάω, δεν έχω φίλους να παίξω. Έχω γκαζόν που απαγορεύεται να πατήσω, δεν έχω μποστάνι που μπορώ να αλώσω. Έχω κρεβάτι με δαντελένια οροφή, δεν έχω πάναστρο ουρανό. Έχω φαγκρί σερβιρισμένο με στρογγυλές ξενέρωτες πατατούλες, δεν έχω μαρίδα στο κουβαδάκι κι αμαρτωλές τηγανητές πατάτες της γιαγιάς. Έχω σινιέ σαγιοναράκια στις πατούσες, δεν έχω άμμο στα δάχτυλα. Έχω στα πόδια μου τον κόσμο ολάκερο και στη ματιά μου το θλιμμένο ενήλικο βλέμμα μιας γυναίκας που, ενώ τα έχει όλα, δεν έχει τίποτα

«Τι κοιτάς, μαμά; Όταν ήσουν μικρούλα;» μου λέει η κόρη μου διακόπτοντας ξεφύλλισμα και σκέψεις.


«Να δω κι εγώ;» Να δεις.


«Κοίτα, μαμά, εδώ γελάς. Και φοράς μόνο βρακί. Δεν είχες μαγιό, μαμά; Ούτε πισίνα είχες; Ούτε μπρατσάκια; Κι η μαμά σου δεν φοβόταν μήπως πνιγείς; Εδώ, μαμά, έχεις πισίνα και ροζ μαγιό, αλλά δεν γελάς και δεν έχεις ψαράκια στο κουβαδάκι. Πού είναι η φίλη σου, μαμά; Γιατί είσαι μόνη; Δεν είχες φίλους τότε; Και δεν φοβόσουν, μαμά, τις τσούχτρες; Ούτε τον ήλιο που έκαιγε; Ούτε τις σφήκες μη σε τσιμπήσουν; Κοίτα πόσο όμορφη είσαι, μαμά, όταν γελάς. Έτσι γελάω κι εγώ όταν πηγαίνουμε καμιά φορά στο χωριό. Στο χωριό να πάμε, μαμά, γιατί θα είναι και η Αννούλα με τον Νικολάκη. Και στο χωριό δεν μου φοράς ρούχα, μαμά. Μ’ αφήνεις μόνο με το βρακί. Και η γιαγιά μάς κάνει τηγανητές πατάτες δέκα φορές την ημέρα. Και ψωμί με λάδι, αλάτι και ρίγανη. Και ο μπαμπάς μάς αφήνει να κοιμόμαστε αργά. Και μας μιλάει για τα άστρα. Και μας λέει ότι καμιά φορά πέφτουν κι ότι μπορούμε να τα πιάσουμε. Κι εγώ κάθομαι με την Αννούλα και περιμένουμε να πέσουν κάτω και να τα πιάσουμε. Δεν θέλω να πάμε σ’ εκείνο το ξενοδοχείο με τις πισίνες, μαμά, γιατί φωνάζεις όταν λερώνομαι με παγωτό. Και μου βάζεις πολλά ρούχα. Και μ’ αφήνεις το βράδυ σε ξένες κυρίες για να βγεις με τον μπαμπά. Και τα παιδάκια δεν είναι φίλοι μου, γιατί μιλάνε ξένα και δεν καταλαβαίνω τι λένε. Ενώ με την Αννούλα έχουμε τα άστρα Την αγκαλιάζω τρυφερά και της ψιθυρίζω συνωμοτικά στο αυτί: «Ναι, καρδιά μου. Φέτος, θα πάμε διακοπές στο μικρό χωριό με τα μεγάλα άστρα… Και στις βαλίτσες μας θα πάρουμε μόνο ένα άσπρο βαμβακερο βρακι

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016


 μετά το μόχθο........
 
ΚΑΙ ΜΠΑΛΑΔΕΣ ΚΑΙ ΜΠΑΚΑΛΙΑΡΟΥΣ ΚΑΙ ΣΟΥΛΟΒΑΡΔΟΥΣ ΕΧΟΥΜΕ ΣΠΑΡΤΑΡΑΝ Ε ΔΙΑΛΑΛΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΨΑΡΟΚΑΙΚΟ ΜΕΣΑ Ο ΨΑΡΑΣ ΠΟΥ ΑΚΟΜΑ ΔΕΝ ΕΔΕΣΕ .ΟΛΑ ΣΠΑΡΤΑΡΑΝΕ ΠΕΡΑΣΤΕ ΠΕΡΑΣΤΕΕΕΕΕ ΑΥΤΑ ΣΥΜΒΕΝΟΥΝ ΣΤΟ ΜΩΛΟ ΣΤΟ ΠΛΩΜΑΡΙ ΜΑΣ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΩΡΑ ΚΑΙ ΛΥΓΩ ΠΙΟ ΠΕΡΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΝΟΥΝ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΙΣΤΙΟΠΛΟΟΙΑΣ
ΤΑ ΙΣΤΙΟΦΩΡΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΚΡΑ ΒΑΡΚΑΚΙΑ ΜΕ ΚΑΤΑΣΠΡΑ ΠΑΝΙΑ. ΕΙΚΟ;ΝΕΣ ΟΜΩΡΦΕΣ ΠΟΥ ΣΕ..............ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΝ!!!!!!!!!!!!